Στο official launch του PS5 ένα παιχνίδι ξεχώρισε, ένα παιχνίδι που έκανε τους SoulsBorne φανατικούς να σκίσουν τις μπλούζες τους και κέρδισε τις εντυπώσεις των υπολοίπων χάρη στα εξαιρετικά γραφικά και το gameplay του: Το remake του Demon’s Souls, του παιχνιδιού που ξεκίνησε το souls-like gaming genre.
Το νέο Demon’s Souls, όμως, κυκλοφόρησε αποκλειστικά για PS5, κάτι που σημαίνει ότι χρειάζεσαι το λιγότερο 470 ευρώ για να το παίξεις (400 η κονσόλα και 70 το παιχνίδι). Και αυτό μόνο στην περίπτωση που βρεις διαθέσιμο PS5 στην αγορά, καθώς στην παρούσα φάση πιο εύκολα κλείνεις ραντεβού με τον Πάπα παρά αγοράζεις PS5 (και επειδή σεβόμαστε τους εαυτούς μας δεν αγοράζουμε από scalpers, να τα λέμε κι αυτά!).
Εδώ είμαστε, λοιπόν, οι μη έχοντες PS5 και υπομονή, να ξεροσταλιάζουμε κοιτάζοντας σε YouTube και Twitch τους έχοντες να ψοφάνε κάπου στην Boletaria και να επιστρέφουν για χιλιοστή φορά στο Nexus.
Κι όμως, υπάρχει μια εναλλακτική που είναι ικανή να μας βγάλει από την επίπονη αναμονή (και να μας διδάξει εκ νέου τι πάει να πει πόνος, αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία). Μια εναλλακτική που είναι διαθέσιμη σε Xbox, PS4 και PC και μάλιστα βγαίνει σε προσφορά κάθε τόσο. Ας μιλήσουμε λοιπόν για το Demon’s Souls των φτωχών, το Dark Souls III.
A budget-friendly masterpiece
Το τέταρτο κατά σειρά Souls παιχνίδι της From Software (με πρώτο το original Demon’s Souls) θεωρείται αν όχι το καλύτερο, σίγουρα το πιο ολοκληρωμένο και μοιράζεται την πρώτη θέση σε πολλές κατηγορίες μαζί με το Bloodborne (συνειδητά δεν το συγκρίνουμε με το Sekiro επί της παρούσης).
Ο οραματιστής και ζωντανός θρύλος του σύγχρονου gaming, Hidetaka Miyazaki, ο οποίος θεωρείται ο πνευματικός πατέρας της SoulsBorne σειράς, παρέδωσε το 2016 στην gaming κοινότητα ένα κυριολεκτικό αριστούργημα, ορμώμενος όχι μόνο από την ήδη παγκόσμια φήμη που είχαν αποκτήσει τα Souls games, αλλά και από την εμπειρία των τριών προηγούμενων τίτλων. Τα δύο Game of The Year Awards που κέρδισε το DSIII, αφήνοντας πίσω του franchises-κολοσσούς του gaming (Fallout, Witcher κ.λπ.) μιλάνε από μόνα τους.
Μιλάμε για βελτιωμένα και εξαιρετικά ατμοσφαιρικά γραφικά, άρτιο και fluent combat system (τα “αναβαθμισμένα” rolls του παίκτη ήταν κάτι που η SoulsBorne κοινότητα ζητούσε διακαώς, ενώ τα weapon arts προσδίδουν μοναδικότητα σε κάθε όπλο) και πολλές ακόμη βελτιώσεις σε σημεία που τα προηγούμενα games “πονούσαν”, όπως π.χ. η ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΗ κίνηση του παίκτη πάνω σε μόλις 8 άξονες στο Dark Souls 2, η οποία δεν διορθώθηκε ούτε στην ανανεωμένη Scholar of the First Sin εκδοχή του.

Ωνασουγαμ…
Το DSIII έπεσε στα χέρια μου σχεδόν τυχαία. Το είχα πάρει για δώρο στον κολλητό μου, ο οποίος at the time έλιωνε ώρες ατελείωτες στο Bloodborne. Μία εβδομάδα μετά, επειδή αυτολεξεί “πάρ’ το το γ@*&#$, δεν πρόκειται να το ξαναπαίξω ποτέ, παραείναι δύσκολο, έλεος ποιος μ&*#κας το ‘φτιαξε αυτό έχω πεθάνει 250 φορές”, το δισκάκι της From έμπαινε για πρώτη φορά στο δικό μου PS4, και δεν θα έβγαινε παρά μόνο περιστασιακά για τα επόμενα 2 χρόνια.
Το πρώτο που σε καθηλώνει είναι το soundtrack. Παίζει να είναι το μόνο παιχνίδι που άφησα το χειριστήριο και άκουσα όλο το menu track μέχρι που έκανε την τρίτη λούπα του και που ακόμα και σήμερα το αφήνω να παίξει τουλάχιστον μία φορά ολόκληρο πριν ξεκινήσω το game.
Το story είναι το ίδιο μπερδεμένο και μυστηριώδες όπως και σε κάθε game που έβαλε το χέρι του ο Miyazaki και, ως συνήθως, για να το ανακαλύψεις πρέπει να ψάξεις. Κανείς δεν θα στο δώσει στο πιάτο, το intro θα σε μπερδέψει ακόμα περισσότερο, κανένα NPC δεν θα σου πει χαρτί και καλαμάρι τι συμβαίνει και γιατί ο ουρανός αλλάζει χρώμα, κανένας δεν θα σε πάρει από το χέρι και να σε πάει στο τέλος. Οι επιλογές σου επηρεάζουν και το ending, αν καταφέρεις να φτάσεις μέχρι εκεί, ενώ το να αποτύχεις στα questlines είναι το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο και δεν έχει restart μέχρι το επόμενο playthrough (ευτυχώς που υπάρχει και το FextraLife).

Long story short (spoiler free)
Στη γη του Lothric, η Φλόγα αργοσβήνει και για να μην καταπιεί τον κόσμο το σκοτάδι, οι Lords of Cinder πρέπει να σηκωθούν από τους τάφους τους και να την “επανασυνδέσουν” (linking the Flame). Όμως, οι Λόρδοι κότεψαν και αντί να εκπληρώσουν το χρέος τους την άραξαν ο καθένας στο βασίλειό του και περνάνε ζωή χαρισάμενη. Εδώ μπαίνει ο δικός σου ρόλος, το undead (ashen one) που καλείται να βγάλει το φίδι από την τρύπα, ή μάλλον να βάλει τα φίδια πίσω στην τρύπα τους, γιατί ο κόσμος χάνεται (κυριολεκτικά) κι αυτοί χτενίζονται.
(Αν και εδώ αναλύουμε κυρίως το base game, επιγραμματικά να αναφέρουμε ότι υπάρχουν και δύο υπερτούμπανα DLCs, το Ashes of Ariandel και το Ringed City, τα οποία ακολουθούν τα δικά τους, αυτόνομα και εξαιρετικά storylines και τα οποία αξίζουν το καθένα από ένα άρθρο).
Το game ακολουθεί την RPGική οδό, με κάποιες ενδιαφέρουσες διαφοροποιήσεις. Έχεις έναν χαρακτήρα, μαζεύεις ψυχές για να ανέβεις levels και αναλόγως αν θες να είσαι μάγος, τανκ, DD ή κάποιο υβριδικό build ξοδεύεις τις ψυχές σου στα αντίστοιχα traits (Dexterity, Vitality, Faith, Intelligence, Strength κ.λπ.).
Μαζεύεις υλικά για να κάνεις upgrade τα όπλα σου και, σε αντίθεση με το Dark Souls 2, εδώ ΔΕΝ μπορείς να κάνεις upgrade και την armor σου. Έχεις ένα κεντρικό hub (Firelink Shrine) το οποίο είναι safe zone και εκεί κάνεις όλες τις μόντες σου και μπορείς να πηγαινοέρχεσαι σε αυτό κατά το δοκούν, μέσα από τα bonfires που ανάβεις στη διαδρομή.
Η πρώτη διαφοροποίηση έρχεται στο σήμα κατατεθέν πλέον των souls games: Όταν πεθάνεις, χάνεις όλες σου τις ψυχές και πρέπει να ξαναφτάσεις στο σημείο που πέθανες για να τις πάρεις πίσω, ΧΩΡΙΣ να ξαναπεθάνεις όμως, γιατί αλλιώς χάνονται οριστικά. Επίσης, κάθε φορά που κάνεις rest σε ένα checkpoint (bonfires) για να γεμίσεις τα healing και mana pots σου (Estus και Ashen Estus Flasks), τότε ΟΛΟΙ οι enemies που έχεις σκοτώσει κάνουν respawn. Καλησπέρα είπαμε;
Η δεύτερη διαφοροποίηση έρχεται στο map design, που σου επιτρέπει να πηγαινοέρχεσαι από μέρος σε μέρος και να πηγαίνεις σε τοποθεσίες νωρίτερα από τον ρυθμό που προστάζει η “γραμμική” εξέλιξη του game (ΠΟΛΥ νωρίτερα, αν μπορείτε να φάτε τον Dancer στα 15 lvl). Αυτό χαρίζει μία πολυδιάστατη εμπειρία και επιτρέπει στον παίχτη, στα επόμενα playthroughs του, να χτίσει τον χαρακτήρα του με τελείως διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι τον έχτιζε την πρώτη φορά, όταν ακολουθούσε την πεπατημένη.
Ιδιαίτερη μνεία αξίζει το character design, που είναι μεν μεταφυσικό αλλά παράλληλα υπερβολικά ανθρώπινο -δεν έχεις ούτε 6-pack, ούτε τεράστια μούσκουλα, ούτε τίποτα, είσαι ήρωας στην ψυχή-, ενώ τα τέρατα/εχθροί/bosses σου προκαλούν από τρόμο μέχρι γέλιο, πριν σε αρχίσουν στις γρήγορες. Τα boss arenas ειδικά αξίζουν μερικούς ψόφους απλά για να θαυμάσεις τις λεπτομέρειες, και για να δικαιολογήσεις το ότι κατάφερες να ξεμείνεις από heals ενώ το boss έχει ακόμα 75% του HP του.

Το μόνο ίσως απογοητευτικό είναι η έλλειψη original content στα επόμενα playthroughs (NG+, NG++, NG+3 κ.λπ.), όπου το μόνο “καινούργιο” που μπορείς να βρεις είναι αναβαθμισμένες εκδόσεις δαχτυλιδιών που ήδη έχεις (και κάποια άλλα πράγματα, αλλά είπαμε να το κρατήσουμε spoiler free). Να σημειωθεί εδώ ότι επειδή το Dark Souls III ήταν το τελευταίο της σειράς, βρίθει από easter eggs και throwbacks, πετώντας στα μούτρα των μυημένων νοσταλγία με το κιλό.
Αφού λοιπόν περάσετε 2 ώρες στο character creation screen για να καταλήξετε σε κάποιο από τα presets, ξεκινάει το ταξίδι. Και ό,τι και να γράψω και όσα και να διαβάσετε, δεν θα αρκούν για να σας προετοιμάσουν για το ΠΟΣΟ ΔΥΣΚΟΛΟ είναι αυτό το ταξίδι. Για να δω τους τίτλους τέλους για πρώτη φορά, ξόδεψα 40+ ώρες και τρία χειριστήρια. Μην κρίνετε, ίνα μην κριθήτε…

“Μία αέναη χορογραφία“
Το παιχνίδι έχει τη φήμη του “πιο δύσκολου στον κόσμο”, μαζί με όλη τη soulsborne σειρά, και πράγματι όταν λέμε δύσκολο, εννοούμε “κάθε τέρας μπορεί να σε σκοτώσει για πλάκα” δύσκολο.
Υπάρχει ένα κατώφλι, το οποίο δεν το περνάνε όλοι οι παίκτες. Όποιος δεν το έχει περάσει απλά ξενερώνει τη ζωάρα του κάθε φορά που πεθαίνει και τελικά παρατάει το game και αφήνει 1* στο Steam με κριτική γιατί δεν υπάρχει easy mode.
Όποιος το έχει περάσει, όμως, καταλαβαίνει την ουσία της δυσκολίας. Το παιχνίδι δεν συγχωρεί τους απρόσεκτους ή τους βιαστικούς ούτε με σφαίρες, αλλά έχει τους λόγους του. Διακατέχεται από μία αρμονία, την οποία όσο την ακολουθείς είσαι οκ, αλλά άπαξ και τη διαταράξεις, πέθανες. Τα βήματα είναι συγκεκριμένα, οι κινήσεις μυριάδες αλλά επίσης συγκεκριμένες και, μόλις τις μάθεις, η αίσθηση ολοκλήρωσης που αποκομίζεις είναι ασύγκριτη. Ένα λάθος roll μπορεί να σου κοστίσει τρεις ώρες προσπαθειών και όσο μαζοχιστικό και να ακούγεται αυτό, βγάζει νόημα. Διότι το νόημα δεν είναι να φτάσεις στο τέλος όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, αλλά να είσαι προετοιμασμένος για αυτό που θα αντιμετωπίσεις, όταν φτάσεις.
Παίζοντας το Dark Souls III μαθαίνεις να χορεύεις στους ρυθμούς του, και αυτό παίρνει χρόνο -και ψόφους. Με κάθε ψόφο πλησιάζεις όλο και πιο κοντά στο να γίνεις ένας proper χορευτής, αντάξιος αυτού του game-παρτενέρ σου. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι στο πρώτο playthrough μπορεί να ψοφήσεις πάνω από 500 φορές μετρημένες (ένοχος), όμως από το δεύτερο και μετά, που η… χορογραφία σου έχει εντυπωθεί πια στο μυαλό και στα χέρια, μπορείς να προσπαθήσεις ακόμα και για no-death run (καλύτερα βέβαια να το κάνεις αποφεύγοντας να επισκεφθείς τα DLC και κάποια συγκεκριμένα secret areas του game, όπως το Archdragon Peak και τα Untended Graves, χε χε).

Cap ou pas cap?
Το μεγαλύτερο αντικειμενικό μειονέκτημα του Dark Souls III είναι ότι μετά θα αναζητάς κάτι αντίστοιχο και δεν θα βρίσκεις. Από τη σωρεία των λεγόμενων souls-like games σπάνια θα αναδειχθεί κάποιο “διαμαντάκι” (με τελευταίο το Mortal Shell) το οποίο ίσως και να σου κεντρίσει το ενδιαφέρον, αλλά κανένα δεν αγγίζει αυτό το αμάλγαμα απογοήτευσης, νεύρων και πανικού από τη μία και συγκέντρωσης, ψυχραιμίας, ακρίβειας και εντέλει υπερηφάνειας από την άλλη που σου χαρίζει απλόχερα το δημιούργημα του Miyazaki.
Give it a try.
Στην τελική, τολμηρός γίνεσαι, δεν γεννιέσαι.

Leave a comment